- στροβίλῳ
- στροβί̱λῳ , στρόβιλοςround ballmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στροβιλώ — (I) έω, Α [στρόβιλος] πιθ. στροβιλίζω, περιστρέφω. (II) όω, Α [στρόβιλος] κινώ κυκλικά και με ταχύτητα, περιστρέφω («στροβιλῶ τὴν γλῶσσαν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
συστροβιλώ — έω, Α περιστρέφω, στροβιλίζω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + στροβιλῶ «περιστρέφω» (< στρόβιλος)] … Dictionary of Greek